οἴκῃ

οἴκῃ
ἔοικα
as
perf subj act 3rd sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οἰκῇ — οἰκέω inhabit pres subj mp 2nd sg οἰκέω inhabit pres ind mp 2nd sg οἰκέω inhabit pres subj act 3rd sg οἰκῆι , οἰκεύς inmate of one s house masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκῆι — οἰκῇ , οἰκέω inhabit pres subj mp 2nd sg οἰκῇ , οἰκέω inhabit pres ind mp 2nd sg οἰκῇ , οἰκέω inhabit pres subj act 3rd sg οἰκεύς inmate of one s house masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήστωρ — ορος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μάντις». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χρηστήρ, με επίθημα τωρ (πρβλ. οἰκη τήρ: οἰκή τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • IGNETES — pop. Rhodii, quos Telchinibus successisse tradit Hesych. Ι῎γνητες, inquit, οὕτως ὠνομάζοντο οἱ μετα τοὺς Τελχεῖνας ἐποικήςαντες τὴν Ρ῾όδον. Tamen Ignetes, sive Gnetes iidem qui γνήσιοι s. ἐθαγενεῖς, i.e. indigena. Steph. Γνῆς, ἔθνος οἰκῆ???αν τὴν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιάτωρ — ἰάτωρ, ιων. τ. ἰήτωρ, ορος, ό (Α) γιατρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, ώμαι + τωρ (πρβλ. ηγή τωρ, οική τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • καθυβρίζω — (AM καθυβρίζω, Α ιων. τ. κατυβρίζω) μεταχειρίζομαι κάποιον με αυθάδεια, με περιφρόνηση, υβριστικά, βρίζω κάποιον με χυδαίες ύβρεις, εξυβρίζω («καθυβρίζουσα καί σε καὶ τὰ σά», Σοφ.) αρχ. υπερηφανεύομαι («αἱ πόλεις, κἄν εὖ τις οἰκῆ ῥαδίως… …   Dictionary of Greek

  • λυσσητήρ — λυσσητήρ, ῆρος, ὁ (ΑM) λυσσώδης, μανιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσσώ (I) + επίθημα (η)τήρ (πρβλ. οικη τήρ, πωλη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • μαιήτωρ — μαιήτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που φέρνει κάτι στο φως, ερευνητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιοῦμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. νική τωρ, οική τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • μυκήτωρ — μυκήτωρ, ορος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) μυκητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι «μουγκρίζω» + επίθημα τωρ (πρβλ. οική τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • πολεμήτωρ — ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ (για τον διάβολο) πολέμιος, εχθρός αρχ. φιλοπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. οική τωρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”